- δεχάς
- δεχάς (-άδος), η (Α)1. το δοχείο2. ως κύρ. όν. Δεχάςοίκημα τών φυλακών τής Σπάρτης όπου κατά τον Πλούταρχο «θανατοῡσι τοὺς κατάδικους ἀποπνίγοντες».[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Πυθαγόρα πρόκειται για λ. που πλάστηκε για να ετυμολογηθεί το δεκάς*].
Dictionary of Greek. 2013.